χειροβολώ

χειροβολώ
(ε) 1. μετ. бросать, метать;
2. αμετ. бросаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χειροβολώ" в других словарях:

  • χειροβολώ — έω, Α εκσφενδονίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολῶ] …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»